- αχειραγώγητος
- -η, -οακαθοδήγητος: Στα πρώτα του βήματα στη ζωή, το παιδί είχε μείνει αχειραγώγητο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ἀχειραγώγητος — untamed masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχειραγώγητος — η, ο (AM ἀχειραγώγητος, ον) ακαθοδήγητος (αρχ. μσν.) αυτός που δεν δέχεται να τον χειραγωγήσουν, ο ατίθασος … Dictionary of Greek
ἀχειραγώγητον — ἀχειραγώγητος untamed masc/fem acc sg ἀχειραγώγητος untamed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχειραγωγήτων — ἀχειραγώγητος untamed masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ανοδήγητος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει οδηγό, που δεν οδηγείται 2. μτφ. ασυμβούλευτος, αχειραγώγητος … Dictionary of Greek